καλαθοπλόκος

καλαθοπλόκος
καλαθοπλόκος (Α)
καλαθοποιός*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + -πλόκος (< πλέκω), πρβλ. στεφανο-πλόκος, σχοινο-πλόκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δίπλοκος — η, ο (AM δίπλοκος, ον) ο διπλά πλεγμένος, δίκλωνος νεοελλ. δίπλοκο (σχοινί) αυτό που αποτελείται από τρία ή τέσσερα πλεγμένα μονόπλοκα σχοινιά, καρλίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * (βλ. λ. δις) + πλοκος < πλέκω (πρβλ. αιμυλοπλόκος, καλαθοπλόκος)] …   Dictionary of Greek

  • κάλαθος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 380 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται κοντά στην ανατολική ακτή του νησιού, ΒΔ της Λίνδου και σε απόσταση 50 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίνδιων. * * * ο (AM κάλαθος) καλάθι*, κάνιστρο με… …   Dictionary of Greek

  • καννοπλόκος — καννοπλόκος, ὁ (Α) καλαθοπλόκος, κατασκευαστής καλαθιών από καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι» + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στιχοπλόκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”